- μώστιον
- μώστιον, τὸ (Α)βλ. μώιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μώιον — μώϊον και μούειον και μώστιον, τὸ (Α) (αιγυπτιακή λ.) 1. δοχείο, λαγήνι («μώϊον χαλκωμάτων», πάπ.) 2. πιθ. μέτρο χωρητικότητας («ἀχύρου μώϊα μα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek